συνῆλιξ — of like masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήλιξ — και αττ. τ. ξυνῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, Α 1. ο συνομήλικος 2. (κατ επέκτ.) σύντροφος σε παιχνίδι, φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἧλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ξυνήβιος — (Α) [ξύνηβος] (κατά τον Ησύχ.) «συμπότης, συνῆλιξ» … Dictionary of Greek
συνηλικία — και μτγν. ποιητ. τ. συνηλικίη, ἡ, Α [συνῆλιξ, ήλικος] ομάδα παιδιών τής ίδιας ηλικίας … Dictionary of Greek
ξυνήλικες — συνή̱λικες , συνῆλιξ of like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλίκων — συνη̱λίκων , συνῆλιξ of like masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήλικα — συνή̱λικα , συναλίζω bring together perf ind act 1st sg (attic epic ionic) συνή̱λικα , συνῆλιξ of like masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήλικας — συνή̱λικας , συναλίζω bring together perf ind act 2nd sg (attic epic ionic) συνή̱λικας , συνῆλιξ of like masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήλικες — συνή̱λικες , συνῆλιξ of like masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήλικι — συνή̱λικι , συνῆλιξ of like masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)